- στρέβλη
- η, ΝΑ1. όργανο κατάλληλο για περιστροφή, στροφείο, μάγγανο2. όργανο βασανισμού το οποίο χρησιμοποιούσαν για τη στρέβλωση τών άκρων τών καταδίκων («οἰκέτῃ κακούργῳ στρέβλαι καὶ βάσανοι», ΠΔ)αρχ.1. τροχαλία χρήσιμη για την κατασκευή πλοίων2. είδος υφάσματος κατασκευασμένου, πιθανώς, με τη χρήση στροφείου3. ελικοειδές τμήμα διϋλιστήρα4. στον πληθ. αἱ στρέβλαιπεριεστραμμένα σχοινιά μηχανής με την εκτύλιξη τών οποίων προκαλείται η κίνηση5. μτφ. λύπη, βάσανο («λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας», Δίφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ουσιαστικός τ. τού στρεβλός*].
Dictionary of Greek. 2013.